Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Ήθη και έθιμα στο χωριό

Πολλά από τα ήθη και έθιμα του χωριού μας, έχουνε αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Είναι πιλιότερες οι διαφορές που υπάρχουνε παρά οι ομοιότητες, άλλοτε και τώρα. Η κάθε εποχή έχει τσι δικές της χάρες και πολλοί από τσου γεροντότερους θεωρούν και δίκαια ότι τα ήθη και έθιμα εκφυλίστηκαν στο όνομα τση ανάπτυξης και τση προόδου. Είναι αλήθεια, ότι οι συνήθειες μεταβάλλονται σήμερα με γρήγορους ρυθμούς και ένας από τσου λόγους  που λαμβάνονται υπόψη, είναι η ευκολία και το κέρδος χρόνου. Θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε πολλές από τσι συνήθειες εκείνες του παλιού καιρού, για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Όσες από αυτές θυμηθούμε δηλαδή…

Γεννατσούρια στο χωριό
Τα παλαιά χρόνια, όλες οι γυναίκες εγεννούσανε στο χωριό. Πολλές φορές μάλιστα, εγεννούσανε και στα χωράφια. Οι κλινικές τση χώρας ήτανε ακριβές, κι’ ύστερα εθεωρούντανε φυσικό να γεννήσει η κάθε γυναίκα στο σπίτι της. Στο χωριό, υπήρχανε δύο μαμές. Η Όλγα του Κουτσαντώνη και η Μαρία η Κόκολα.
Οι δύο μαμές, δεν είχανε καλές σχέσεις μεταξύ τους. Η μία εκατηγόρουνε την άλληνε. Τα παιδιά, όταν ήτανε μιτσά, τα φασκιώνανε με τσι φασκιές και μοναχά το κεφάλι τους εφαινόντουνε. Να μη φανεί παράξενο, αλλά όλα τα παιδιά εκείνης τση εποχής, παρά το γεγονός ότι επροβατούσανε ξυπόλυτα και δεν ετρώγανε και καλά, ήταν όλα άριστα στην υγεία τους.


Ο Γάμος στο  χωριό
Και τσου μπαιδιώνες
Ο γάμος στο χωριό, ήτανε πάντα ένα μεγάλο κοινωνικό γεγονός. Στα πρώτα πενήντα χρόνια του αιώνα που επισκοπούμε, η φτώχεια στο χωριό εβρισκότανε σε όλα σχεδόν τα σπίτια. Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, με όλα όσα απορρέουν απ’ αυτό (τηλεόραση κ.λπ.). Οι διασκεδάσες ήταν λίγες και η μόνη χαρά ήτανε ένα ταξίδι στη χώρα, έστω και για γιατρό. Ο γάμος λοιπόν στο χωριό, ήτανε μία ευκαιρία να ξεδώκουνε όλοι.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, επαίζανε όργανα τσου γάμους, ο Γιώργης ο Τσαγκάρης, ο Μίκιος ο Καραβάνας, ο Γιώργης ο Καπαλούπης και ο πατέρας του Γιάννη του Γαλάνη. Από το 1950 και μετά, τα όργανα για τσου γάμους ήτανε κυρίως ο Νικόλας ο Τσαγκάρης και ο Γιάννης ο Γαλάνης.
Από το γάμο τση Αθηνάς του Κυρίτση
Λίγες μέρες μπριχού γένει ο γάμος, εκουβαλούσανε τα σκουτιά τση νύφης στο σπίτι που θα μένανε (όπως η διπλανή φωτογραφία του 2013). Την ημέρα του γάμου, επηγαίνανε πρώτα μαζί με τσου συμπεθέρους και επαίρνανε τον κουμπάρο από το σπίτι του.Μετά επηγαίνανε και επαίρνανε τον γαμπρό. Μετά όλοι μαζί επαίρνανε τη νύφη από το σπίτι της και επηγαίνανε στην εκκλησιά. Μέσα στην στην εκκλησιά, την ώρα του Ησαία χόρευε, απελούσανε κουφέτα, αμύγδαλα και καρύδια, ένα κακό έθιμο που καλά έκαμε και εσταμάτησε. Μετά την τέλεση του μυστηρίου, όλοι οι συμπεθέροι, αφού εκάνανε πρώτα δύο γκύρες χορό, επηγαίνανε για φαγητό. Στο δρόμο, το βιολί του Τσαγκάρη έπαιζε κι’ έλεγε:“Βίνου νου βίνου νου βινου νου βο, βίνου νου βίνου νου βινου νου βο”, που μεταφράζεται:πάμε να φάμετε, πάμε να φάμετε”, ενώ η κιθάρα του Γαλάνη έλεγε: ντούκου ντου, ντούκου ντου, που μεταφράζεται: “στου κουτού, στου κουτού...”. 
Μαζί με τσου καλεσμένους, ακλουθούσανε και όλοι οι μούτσοι, και επέρνανε από λίγο κριάς ή μπακαλάρο. Ο Κάργας και ο Βέδερης, που ήτανε οι μαγείροι τση εποχής, είχανε ετοιμάσει με επιμέλεια -όπως πάντα- τα φαγητά για το γάμο. Το πρώτο πιάτο ήτανε πάντα σούπα, ρύζι αυγολέμονο και υπήρχε πάντα πέρσεμα. Ακλουθούσανε σαλάτες και ψητά και κούπες κουτουρού. Επίνανε μοναχά κρασί, ποτέ μπίρα. Μετά το φαΐ, όλοι επηγαίνανε στην πλατεία για χορό. Ήτανε χορόμερα και συμμετείχε όλο το χωριό.
Παλαιότερα, ο γάμος διαρκούσε δύο μέρες. Την πρώτη μέρα, ήταν καλεσμένοι όλοι οι συμπεθέροι, ενώ τη δεύτερη, μόνο οι στενοί συγγενείς.
Τώρα, κλειούνε κέντρο για φαγητό και νοικιάζουνε πούλμαν για να μεταφέρουνε τσου καλεσμένους.
Αυτά συνέβαιναν μόνο όταν ο γαμπρός και η νύφη ήτανε από το ίδιο χωριό. Αν ένας από τσου δύο ήτανε ξενοχωρίτης,το πρωτόκολλο άλλαζε.
- Άν η νύφη ήτανε ξενοχωρίτσα, ο γάμος εγενόντανε στο χωριό της. Την προηγούμενη Κυριακή, εκουβαλούσανε τα σκουτιά και την προίκα τση νύφης στο χωριό μας. Η μετακίνηση των καλεσμένων, πολλές φορές εγενόντανε με φορτηγά αυτοκίνητα. Όλοι απάνω στο κασούνι. Τα  τελευταία χρόνια, βάνουνε πούλμαν, αλλά οι πιλιότεροι πάνε με τα ΙΧ τους και κορνάρουνε σ’ όλο το δρόμο.
- Αν ο γαμπρός ήτανε ξενοχωρίτης, ο γάμος εγενόντανε στο χωριό μας. Ερχόντανε οι καλεσμένοι του γαμπρού με πούλμαν και διάφορα άλλα μέσα και τηρούσαν τα ήθη και έθιμα του χωριού.
 
Τα βαφτίσια στο  χωριό
Τα βαφτίσια παλαιότερα εγενόντανε και στα σπίτια. Στο σπίτι είχανε ζεστό νερό, τα γραμματικούδια εκουβαλούσανε τη κολυμπήθρα στο σπίτι τση οικογένειας και ο παπάς έκανε το μυστήριο και με την παρουσία λίγων καλεσμένων μαρτύρων.
Σε όλες τσι άλλες περιπτώσεις, τα βαφτίσια εγενόντανε τσι εκκλησιές και κυρίως στην Άγια Αναστασιά (τη μεγάλη). Όταν ο νούνος έλεγε το όνομα, ο πατέρας του παιδιού εκαθόντανε όξω στη μάντρα, όπου ερχόντανε και του λέγανε το όνομα και αυτός τσου έδινε όβολα. Μετά ο νούνος και ο πατέρας, απελούσανε όβολα στη μάντρα τση εκκλησιάς και η μουτσαρία έπεφτε στη γης και ο ένας επάτουνε τον άλλονε. Με το συμπάθειο, επήγανε να μάσουνε όβολα και μεγάλες γυναίκες.
Τα γυναικεία ονόματα επλύθηναν στο χωριό, με τη διάβρωση των ηθών που μας κληρονομήσανε οι παλαιοί μας. Πολλά νέα ζευγάρια, όταν βαφτίζουνε τα παιδιά τους, αγνοούνε τσου γονέους τους και δίνουνε ονόματα ξενόφερτα από το εξωτερικό ή από την ελληνική μυθολογία, ή από την ιστορία, έτσι για να είναι πιο in, δηλαδή να είναι πιο ασυνήθιστα από το Σπύρος και το Μαρία. Με αυτό τον τρόπο τα νέα αυτά ζευγάρια, στερούνε τη χαρά τσου γονέωνες, τσι δύο μανάδες που τσου βυζάσανε και τσου δύο πατεράδες που τσου κουναρήσανε.

Ο τρύγος και η οινοποίηση
Πρώτα απ’ όλα, έπρεπε να καθαρισθούνε τ’ αγγιά για να δεχθούνε το νέο κρασί. Για να καθαρίσουνε τα βαρέλια και τα βουτσιά, εβάνανε μέσα στρογγυλά γουλιά που τα εφέρνανε από τη θάλασσα, εβάνανε και τρινάλ και ζεματιστό νερό και τα κουνούσανε μπρος πίσω απάνω σε δύο ξύλινες στάγκες. Κάθε τότσο, εσέρνανε τα βαρέλια από δω κι’ από κει, για να αλλάξει ο τόπος καθαρισμού. Σε μισή ώρα έκλειουνε ο κύκλος και εξεπλένανε το βαρέλι. Για να πλύνουνε το σκαφόνι, το γυρίζανε απίκουπα και επέρνανε ένα μεγάλο ξύλο που το λέγανε κάλυπο και που στη μία άκρη του, είχανε δέσει μία θρούμπα. Μ’ αυτό και με θερμό και τρινάλ, επλένανε όλο το σκαφόνι, για να είναι έτοιμο να υποδεχθεί τα νέα σταφύλια. Στην τρύπα του σκαφονιού, εβάνανε τη σφαλαγκονιά, που ήτανε ένα ματσάκι από θρουμπί, για να μην φεύγουνε οι αράτες. Όταν εβάνανε το μούστο στα βαρέλια, κάθε μέρα και μέχρι να ολοκληρωθεί η ζύμωση, τα απογιομίζανε με νερό. Σήμερα, τα σταφύλια του χωριού είναι λίγα από την ποικιλία κακοτρύγης, γιαυτό οι Λιαπαδίτες αγοράζουνε συμπλήρωμα σταφύλια, χωρίς να ξέρουνε τον τόπο προέλευσης και όλοι πιστεύουνε πως είναι από τη Λευκάδα. Τα ζίφουνε με μηχανικά μέσα και το κρασί που γένεται δεν είναι πάντα καλό. Λίγοι Λιαπαδίτες –μετρημένοι στα δάκτυλα των δύο χεριών- κάνουνε καλό κρασί. Τα τελευταία χρόνια, ο Θοδωρής του Πέπου, έκαμε σύγχρονο οινοποιείο τσι Πλάκες οινοποιώντας τα σταφύλια των χωριανώνες, αλλά εμφιαλώνοντας και δικό του κρασί.

Το οδικό δίκτυο στο χωριό
Παλιά, με την ίδρυση του χωριού, όπως αναφέρει και ο Βενετσιάνος Agostin Sagredo, εκπρόσωπος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στην Κέρκυρα, οι δρόμοι στο χωριό ήταν όλοι στενοί και ίσια που εχωρούσανε να ανταμωθούνε δύο γαϊδάροι φορτωμένοι σανό. Οι πιο πλατιοί δρόμοι, ήταν ο κεντρικός δρόμος που ανηβαίνει από τη μηχανή μέχρι την πλατεία του χωριού και ο δρόμος στα Μπουριτσάτικα. Τα άλλα σοκάκια, ήτανε πολύ στενά, ίσια για να μπορούνε οι κάτοικοι να πάνε από την πλατεία στα σπίτια τους. Οι αγροτικοί δρόμοι ήτανε όλοι στενοί, με …κακά πατήματα, όπως στον Μπαλιόμυλο και στο Απανωλίβαδο, όπου εκολούσανε οι γαϊδάροι. Οι παλιές κοινοτικές Αρχές, εφροντίζανε στο μέτρο του εφικτού, και επισκεύαζαν τσου αγροτικούς δρόμους, ρίχνοντας αμμοχάλικο και επισκευάζοντας κάποια δύσκολα σημεία. Όπως γράφουμε και παραπάνω, τα αυτοκίνητα εφανήκανε στο χωριό στα μέσα τση δεκαετίας του ’50. Όμως, από το 1980 και μετά, όλοι οι κάτοικοι απόχτησαν σιγά σιγά αυτοκίνητα, πρώτα φορτηγάκια και μετά ΙΧ. Η αύξηση των αυτοκινήτων στο χωριό, κατέδειξε την ασυμβατότητα των δρόμων με τα αυτοκίνητα. Μετά το 2000, όλα τα στενοσόκακα του χωριού επενδυθήκανε με σινιώτικη πέτρα, ενώ άρχισε ένα ευρύ πρόγραμμα διαπλάτυνσης και διάνοιξης νέων αγροτικών δρόμων. Σήμερα σε όλο το βουνί υπάρχει οδική πρόσβαση, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, κάτι που εξυπηρετεί όλους τσου Λιαπαδίτες στην περισυλλογή του ελαιοκάρπου, αλλά και τα οχήματα της πυροσβεστικής και τση δασικής υπηρεσίας.
 
Η κηδεία στο χωριό
Η Οδήτρια, ...όλοι εκεί θα πάμετε
Στο χωριό μας, τσου απεθαμένους τσου θάβουνε στην Οδήτρια. Εκεί είναι το κοιμητήριο του χωριού. Με την αναγγελία του θανάτου, οι καμπάνες βαρούνε νεκρά. Έτσι το χωριό μαθαίνει πως κάποιος απέθανε. Σε λίγη ώρα το ξέρει όλο το χωριό και ακόμη και άλλα χωριά, αν το άτομο που απέθανε είχε γνωστούς ή συγγενείς και σ’ άλλα χωριά. Όσο γένονται τα τυπικά, άδεια ταφής και τα σχετικά, ανοίγεται ο λάκκος και έρχεται η ώρα τση κηδείας. Μερικές φορές έρχεται και άλλος παπάς από τσου Γαρδαλάδες, ή αν το άτομο που απέθανε ήτανε σπουδαίο πρόσωπο, ή οι συγγενείς του θέλουνε, φέρνουνε και αρχιερέα από τη χώρα. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, γένεται η ταφή του νεκρού. Ύστερα, γένεται ο αποχαιρετισμός, ο οποίος παλαιότερα εγενόντανε στο σπίτι του νεκρού. Μετά την κηδεία –αν ο νεκρός ήτανε μεγάλος- εμαζωνόντανε οι συγγενείς και οι φίλοι του νεκρού και ετρώγανε μπακαλάρο ή ψάρι, όπως απαιτεί το έθιμο, πίνοντας και καμπόσες κούπες κρασί, ανάλογα με την ηλικία του απεθαμένου.
Παλαιότερα τσι κάσες τσίκανε ο Γιώργης ο Καπαλούπης και ο Νικόλας ο Βιάρος. Τώρα, τσι παραγγέλνουνε στη χώρα μαζί με τα νεκρώσιμα χαρτιά που κολλάνε τσι κολώνες και τα στεφάνια που παραγγέλνουνε οι συγγενείς. Τώρα τελευταία, τα έθιμα αλλάξανε. Ο αποχαιρετισμός τώρα, γίνεται στην Οδήτρια, ενώ στα περισσότερα σπίτια, δεν κάνουνε μπακαλάρο.

Όταν το τυρί έπιενε πεδούλους
Το τυρί που εκάνανε στα σπίτια από τ’ αρνόπουλά τους, ήτανε ωραίο και με όλο του το βούτυρο. Οι γυναίκες του σπιτιού το φυλούσανε για να περάσουνε όλο το χρόνο και δεν εδίνανε καμιανού. Όμως, αγνοούσανε και κάποιους τρόπους για να το διατηρήσουνε σε καλή κατάσταση. Η έλλειψη ψύξης και η αποθήκευση σε μέρη με υγρασία, εδημιουργούσε κινδύνους. Ένας τρόπος αλλοίωσης του τυριού, ήτανε να πιάκει πεδούλους. Οι πεδούλοι ήτανε κάτι σκουλήκοι μιτσοί, που εδημιουργούντανε στο εσωτερικό μέρος του σφηναριού. Τσούβλεπε κάποιος μόλις έκοβγε το σφηνάρι. Για να απαλλαγεί από τσου πεδούλους η νοικοκυρά, άπλωνε το τυρί λίγο-λίγο στη μαστελόταβλα και τόβανε στον ήλιο. Με τη ζέστα, οι πεδούλοι εβγαίνανε όξω, αρχινούσανε τα σάλτα, και όπου φύγει φύγει. Ύστερα, η νοικοκυρά έβανε το τυρί -με τσου πεδούλους φευγάτους- σε βάζα και τα γιόμιζε με λάδι. Όταν ετρωγόντανε το τυρί, το λάδι αυτό τόριχνε στη μανέστρα και εμοσχοβόλουνε σα νάτανε με κριάς.


Για να παίξετε το Corfu Quiz πατήστε ΕΔΩ

© Δημήτρης Ρεπούλιος, Ιστορικός Ερευνητής, Λιαπάδες, Κέρκυρα, Ελλάδα.
·    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου